κλειδῶν

κλειδῶν
κλείς
clavis
fem gen pl
κλειδόω
lock up
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
κλειδόω
lock up
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
κλειδόω
lock up
pres part act masc nom sg
κλειδόω
lock up
pres inf act (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κλείδων — κλείς clavis fem gen pl κλειδόω lock up imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κλειδόω lock up imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλείδα — η (AM κλείς, δός, Α ιων. τ. κληΐς, ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, ΐδος και ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. κλῄς, ῇδος) 1. κλειδί («ὁ τῇ κλειδί τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», Πλούτ.) 2. το μεταξύ τού άκρου τού… …   Dictionary of Greek

  • κύαθος — Αγγείο της αρχαιότητας. Το σχήμα του μοιάζει με αυτό του κυπέλλου, με τη διαφορά ότι φέρει ευμεγέθη και κάθετη προς το χείλος λαβή. Το χρησιμοποιούσαν για να αντλούν κρασί από τον κρατήρα και να σερβίρουν τα αγγεία πόσεως. Λειτουργούσε και ως… …   Dictionary of Greek

  • τέρθρο — το / τέρθρον, ΝΑ ναυτ. το εξώτατο άκρο τού κέρατος τού επιδρόμου, κν. σήμερα πινό τού πικιού αρχ. 1. το πιο ακραίο, το έσχατο σημείο ενός πράγματος («ῥινῶν ἔσχατα τέρθρα», Πολυδ.) 2. το τέρμα τής ζωής, ο θάνατος 3. (για ασθένεια) κρίση 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • υποβολή — (από το ρήμα υποβάλλω, βάζω κάτω από άλλον, βάζω κάτι στην κρίση ανωτέρου μου, υπαγορεύω κάτι, εξαναγκάζω κάποιον να υποστεί την επιρροή μου). Υ. υπάρχει όταν προτείνουμε ή εισηγούμαστε μια ιδέα ή μια πράξη σε άλλον. Στο θέατρο λέγεται η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”